- λελογισμένως
- και -α (Α λελογισμένως)επίρρ. με προσοχή, με περίσκεψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λελογισμένος, μτχ. τού λελόγισμαι, παρακμ. τού λογίζομαι «υπολογίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λελογισμένως — according to calculation indeclform (adverb) λογίζομαι count perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… … Dictionary of Greek